Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χελιδόνι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χελιδόνι το [xeliδóni] Ο44 : μικρό αποδημητικό πουλί με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και με διχαλωτή ουρά, που η εμφάνισή του σε έναν τόπο είναι προάγγελος της άνοιξης: Γύρισαν τα χελιδόνια στις φωλιές τους και έφεραν την άνοιξη. ΠAΡ Ένα ~ δε φέρνει την άνοιξη*.

[ελνστ. χελιδόνιον υποκορ. του αρχ. χελιδών ἡ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χελιδόνισμα το [xeliδónizma] Ο49 : καθένα από τα λαϊκά παιδικά τραγούδια που τραγουδούσαν τα παιδιά για να καλωσορίσουν την άνοιξη κρατώντας ένα ξύλινο χελιδόνι.

[ελνστ. χελιδόνισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go