Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειροτέρευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειροτέρευση η [xirotérefsi] Ο33 & χειροτέρεψη η [xirotérepsi] Ο32α : η μεταβολή ενός πράγματος ή μιας κατάστασης από το καλύτερο στο χειρότερο· χειροτέρεμα. ANT βελτίωση, καλυτέρευση: H ~ της ποιότητας ενός προϊόντος. H ~ της υγείας του αρρώστου, επιδείνωση.

[λόγ. χειροτερεύ(ω) -σις > -ση· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go