Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειρισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειρισμός ο [xirizmós] Ο17 : η ενέργεια του χειρίζομαι. 1α. ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιώ κτ. με τα χέρια: Ο ~ ενός πολύπλοκου μηχανήματος είναι δύσκολος. Aσκείται στο χειρισμό των όπλων. || Ο ~ μιας γλώσσας, ο τρόπος με τον οποίο τη μιλά κάποιος. β. για ειδικές κινήσεις των χεριών με τις οποίες επιδιώκεται ένα θεραπευτικό αποτέλεσμα: Mε τους κατάλληλους χειρισμούς ο γιατρός έφερε τη σπονδυλική στήλη στη θέση της. 2α. τρόπος για να διευθετηθεί κτ.: Σωστός / λανθασμένος ~ μιας υπόθεσης. Ο ~ των κοινωνικών προβλημάτων απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία. β. διαπραγμάτευση, παρουσίαση ενός θέματος σε σύγγραμμα, διάλεξη κτλ.

[λόγ. < αρχ. χειρισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go