Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειμωνιάζει
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμωνιάζει [ximoázi] Ρ2.1α (απρόσ.) : αρχίζει, έρχεται ο χειμώνας. ANT καλοκαιριάζει: Όπου να ΄ναι ~. Xειμώνιασε για τα καλά. || όταν κρυώνει, χαλάει ο καιρός σε καλοκαιρινή ή σε φθινοπωρινή περίοδο: Tι κακοκαιρία είναι αυτή, χειμώνιασε!

[χειμών(ας) -ιάζει (-ιάζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go