Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χειμαρρώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χειμαρρώδης -ης -ες [ximaróδis] Ε11 : 1.που είναι σαν χείμαρρος. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει μεγάλη ευφράδεια και ορμητικότητα: Xειμαρρώδες ύφος. Ο λόγος του ήταν ~.

[λόγ. < ελνστ. χειμαρρώδης `σε μορφή χείμαρρου΄ σημδ. γαλλ. torrentiel]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go