Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χείριστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χείριστος -η -ο [xíristos] Ε5 λόγ. γεν. και χειρίστου, λόγ. θηλ. και χειρίστη : υπερθετικός βαθμός του επιθέτου κακός, πάρα πολύ κακός. ANT άριστος: H συμπεριφορά του μου έκανε χειρίστη εντύπωση. Προϊόντα χείριστης ποιότητας. Άνθρωπος / προϊόντα του χειρίστου είδους. χείριστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. χείριστος υπερθ. του κακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go