Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαύνωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαύνωση η [xávnosi] Ο33 : αποχαύνωση: Είναι σε κατάσταση χαύνωσης.

[λόγ. < ελνστ. χαύνω(σις) `χαλάρωση΄, αρχ. σημ.: `σύγχυση΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go