Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαϊμαλί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαϊμαλί το [xaimalí] Ο43 : 1.(λαϊκότρ.) φυλαχτό που το κρεμούν από το λαιμό: Kρέμασε το ~ για να μην τον δει κακό μάτι. 2. (ειρ., πληθ.) για φανταχτερά στολίδια που κρέμονται από το λαιμό.

[τουρκ. hamaylι με μετάθ. του ημιφ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go