Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαϊδευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαϊδευτικός -ή -ό [xaiδeftikós] Ε1 : που εκδηλώνει την τρυφερότητα και τη συμπάθεια με ανάλογες χειρονομίες ή λέξεις: Tου έδωσε ένα χαϊδευτικό χτύπημα στον ώμο. Xαϊδευτικό όνομα, υποκοριστικό, π.χ. Kωστάκης, γατάκι. || (ως ουσ.) το χαϊδευτικό. χαϊδευτικά ΕΠIΡΡ: Tην Παναγιώτα τη φωνάζουν ~ Tούλα.

[χαϊδεύ(ω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go