Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαϊβάνι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαϊβάνι το [xaiváni] Ο44 : 1.(οικ.) άνθρωπος πολύ κουτός· ζώο. 2. (λαϊκότρ., παρωχ.) τετράποδο ζώο. χαϊβανάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. hayvan (από τα περσ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες