Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαψιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαψιά η [xapsxá] Ο24 : (οικ.) 1α. μπουκιά: Tο αυγό το έκανε μια ~, το έφαγε ολόκληρο. β. (για τροφή) πολύ μικρή ποσότητα: Δώσ΄ μου μια ~ ψωμί / φαΐ. 2. (μτφ.) για πολύ μικρόσωμο ή πολύ νεαρό άτομο: Είναι μια ~ άνθρωπος.

[χαψ- (χάφτω) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go