Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαχάνισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαχάνισμα το [xaxánizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του χαχανίζω. || χάχανο: Πάτησε ένα ~ που ακούστηκε σ΄ όλη τη γειτονιά.

[χαχανισ- (χαχανίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες