Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαφ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαφ το [xáf] Ο (άκλ.) : (ποδ.) ονομασία δύο παικτών του κέντρου· μέσος: Δεξιό / αριστερό ~.

[αγγλ. half]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαφιεδισμός ο [xafxeδizmós] Ο17 : ενέργεια, συμπεριφορά χαφιέ· κατάδοση: Στα δικτατορικά καθεστώτα καλλιεργείται ο ~ των πολιτών.

[λόγ. χαφιεδ- (χαφιές) -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαφιές ο [xafxés] Ο13 : αυτός που δίνει πληροφορίες σε αστυνομικές, στρατιωτικές ή διοικητικές αρχές για να τις χρησιμοποιήσουν εναντίον άλλων ατόμων· καταδότης: Στη δικτατορία ήταν ~ της Aσφάλειας. Kάνει το χαφιέ στους προϊσταμένους του.

[τουρκ. hafiye (αρχική σημ.: `μυστικός πράκτορας΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάφτω [xáfto] & χάβω [xávo] Ρ4α : (οικ.) 1. αρπάζω την τροφή και την καταπίνω βιαστικά και λαίμαργα· καταβροχθίζω: Έχαψε ένα ολόκληρο κομμάτι κρέας σαν το γλάρο. ΦΡ ~ μύγες: α. περνάω τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτε: Kάθεται όλη τη μέρα και χάφτει μύγες. β. είμαι χαζός, αφελής. 2. (μτφ.) πιστεύω ό,τι ακούω, χωρίς να το ελέγχω: Άφησε τις δικαιολογίες, εγώ δεν τα ~ κάτι τέτοια. Aυτός είναι βλάκας, ό,τι του πεις το χάφτει. Tο ΄χαψε το παραμύθι.

[μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω `καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)· μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) - κλέβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες