Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χατιρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χατιρικός -ή -ό [xatirikós] Ε1 : που γίνεται για την εξυπηρέτηση κάποιου, για την ικανοποίηση της επιθυμίας του: H τιμή που σας κάνω είναι χατιρική, πολύ χαμηλή. H βαθμολογία που πήρε είναι χατιρική, χαριστική. χατιρικά ΕΠIΡΡ: Mου το έδωσε ~ χίλιες δραχμές φτηνότερα, για χάρη μου. Πέρασε την τάξη ~, χαριστικά.

[χατίρ(ι) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go