Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χασούρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασούρα η [xasúra] Ο25α : (οικ.) α. χάσιμο χρημάτων σε τυχερό παιχνίδι και κυρίως στο χαρτοπαίγνιο: Xτες είχα μεγάλη ~. β. οικονομική ζημιά σε επιχείρηση: Tο μαγαζί φέτος είχε ~.

[χασ- (χάνω) -ούρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go