Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χασομέρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασομέρι το [xasoméri] Ο44α : (οικ.) 1. άσκοπο χάσιμο χρόνου, όταν κάποιος δεν έχει όρεξη για δουλειά: Άσε τα χασομέρια και κάθισε να διαβάσεις! 2. καθυστέρηση: Οι ουρές στα λεωφορεία είναι μεγάλο ~.

[χασ- (χάνω) -ο- + μέρ(α) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go