Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χασάπης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χασάπης ο [xasápis] Ο11 : (οικ.) 1. κρεοπώλης. 2. (μτφ.) α. κοινός εγκληματίας ή εγκληματίας πολέμου που σκότωσε πολλούς ανθρώπους ή έγινε αιτία να σκοτωθούν. β. (ειρ.) αδέξιος χειρούργος. || ΦΡ χασάπη, γράμματα!, σε προβολή λαϊκού κινηματογράφου, όταν δε φαίνονται οι υπότιτλοι ή δεν ακούγονται τα λόγια.

[τουρκ. (διαλεκτ.) hasap < kasap -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go