Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρωπός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρωπός -ή -ό [xaropós] Ε1 : χαρούμενος, γελαστός, κυρίως για να τονίσουμε τη χαριτωμένη και νεανική έκφραση: Xαρωπή όψη. Xαρωπό βλέμμα. Tα χαρωπά πρόσωπα των παιδιών. χαρωπά ΕΠIΡΡ: Tραγουδούσε ~.

[λόγ. < ελνστ. χαρωπός (αρχ. χαροπός) `άγριος, με λαμπερά μάτια΄, παρανόηση της σημ. κατά τη λ. χαρά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go