Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρτοπολτός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτοπολτός ο [xartopoltós] Ο17 : πολτώδης μάζα από διάφορες ύλες που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του χαρτιού· χαρτόμαζα: Εργοστάσιο χαρτοπολτού.

[λόγ. χαρτο- 1 + πολτός μτφρδ. αγγλ. paper-pulp]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go