Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτο
43 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτο- 1 [xarto] & χαρτό- [xartó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χαρτ- [xart], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1α. αναφέρεται στο χαρτί ως βιομηχανικό προϊόν: ~βιομηχανία, χαρτόμαζα, ~ποιία, ~πολτός· χαρτέμπορος, χαρτεμπόριο, χαρτεμπορία. β. είναι φτιαγμένο από χαρτί: ~κιβώτιο, ~μάντιλο, ~νόμισμα, ~πετσέτα, ~σακούλα, χαρταετός. || για εργασία που γίνεται με χαρτί: χαρτόδετος· ~δεσία. γ. είναι κατάλληλο για το χαρτί: ~κόπτης. 2. (μειωτ.) αναφέρεται στα έγγραφα των δημόσιων υπηρεσιών: ~βασίλειο. 3. αναφέρεται στα χαρτικά ως γραφική ύλη: ~βιβλιοπωλείο, ~θήκη, ~φάκελος. 4. αναφέρεται στα χαρτιά, στην τράπουλα: ~μαντεία, ~παίγνιο, ~παίκτης, ~παιξία· ~παικτικός. || ~ρίχτρα. || (μειωτ.) ~κλέφτης, χαρτόμουτρο.

[1-3: λόγ. < ελνστ. χαρτο- θ. του ουσ. χάρτ(ης) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. χαρτο-πώλης `έμπορος παπύρων΄, μσν. χαρτ-ουλάριος `επόπτης αρχείων΄ & μτφρδ.: χαρτο-νόμισμα < αγγλ. papermoney· 4: θ. του ουσ. χαρτ(ί)3 -ο-]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στους γεωγραφικούς χάρτες: ~γράφος· ~γραφώ· ~γράφηση, ~γραφία.

[λόγ. < γαλλ. carto- (στη νέα σημ.) < λατ. charta < ελνστ. χάρτ(ης) (δες λ.) -ο- ως α' συνθ.: χαρτο-γράφος < γαλλ. cartographe]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτοβάμβακας ο [xartovámvakas] Ο5 & χαρτοβάμβακο το [xartovám vako] Ο41 : χαρτί μαλακό και πολύ απορροφητικό σε πολύ λεπτά φύλλα.

[λόγ. χαρτο- 1 + βάμβαξ > βάμβακας· λόγ. χαρτο- 1 + βαμβάκ(ι) -ον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτοβασίλειο το [xartovasílio] Ο41 : (ειρ., μειωτ.) α. γραφειοκρατία. β. κράτος όπου βασιλεύει η γραφειοκρατία.

[λόγ. χαρτο- 1 + βασίλειον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτοβιβλιοπωλείο το [xartovivliopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πουλούν χαρτικά και βιβλία.

[λόγ. < σύντμ. χαρτο(πωλείον) + βιβλιοπωλείον μτφρδ. γαλλ. librairie-papeterie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτογιακάς ο [xartojakás] Ο1 : (ειρ.) γραφειοκράτης.

[χαρτο- 1 + γιακάς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτογράφηση η [xartoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του χαρτογραφώ: H ~ της γης / της Ευρώπης / της Aμερικής. || H ~ της σελήνης.

[λόγ. χαρτογραφη- (χαρτογραφώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτογραφία η [xartoγrafía] Ο25 : το σύνολο των μεθόδων και των διαδικασιών με τις οποίες γίνεται η σύνταξη και η σχεδίαση χαρτών με βάση τα δεδομένα της γεωγραφίας και των άλλων συναφών επιστημών: H ~ αναπτύχθηκε πολύ την εποχή των ανακαλύψεων.

[λόγ. < γαλλ. carto graphie < cartograph(e) = χαρτογράφ(ος) -ie = -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτογραφικός -ή -ό [xartoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χαρτογραφία: H χαρτογραφική υπηρεσία του στρατού.

[λόγ. < γαλλ. carto graphique < cartograph(ie) = χαρτογραφ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτογράφος ο [xartoγráfos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με τη χαρτογραφία.

[λόγ. < γαλλ. cartographe < carto- = χαρτο- 2 + -graphe = -γράφος (διαφ. το συγγ. ελνστ. χαρτογράφος `αρχειοφύλακας΄)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες