Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρτζιλίκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρτζιλίκι το [xardzilíki] Ο44 : μικρό χρηματικό ποσό για τα καθημερινά ατομικά έξοδα: Bοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το ~ του. Kερδίζει τόσο λίγα, ούτε για ~ δεν του φτάνουν. Kάθε εβδομάδα παίρνει γερό ~.

[τουρκ. harçlιk (από τα αραβ.) με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go