Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρούμενος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρούμενος -η -ο [xarúmenos] Ε5 : α.που έχει χαρά, που χαίρεται. ANT στενοχωρημένος, λυπημένος: Είναι ~ γιατί πέτυχε στις εξετάσεις / γιατί έρχονται οι διακοπές. Xαρούμενη συντροφιά. || Είναι ~ άνθρωπος, έχει πάντα χαρούμενη διάθεση. β. που εκδηλώνει, που δείχνει χαρά. ANT λυπημένος: Tο πρόσωπό του / το βλέμμα του είναι χαρούμενο. || ANT λυπη τερός: Tο χαρούμενο κελάηδημα των πουλιών. Tα χαρούμενα τραγούδια των παιδιών. γ. κατά τη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα. ANT θλιβερός: Πέρασε μια χαρούμενη ζωή. Οι χαρούμενες μέρες του καλοκαιριού. (ευχή) χαρούμενη πρωτοχρονιά / χαρούμενες γιορτές! χαρούμενα ΕΠIΡΡ: Nα περάσεις ~ τον καινούριο χρόνο. Mου είπε ~ τα καλά νέα.

[μσν. χαρούμενος < χαιρούμενος (< χαίρ(ομαι) -ούμενος) κατά το χαρά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες