Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρμάνης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρμάνης ο [xarmánis] Ο11 : (λαϊκ.) αυτός που επιθυμεί πολύ κτ., κυρίως ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ. (που του λείπει): Είμαι ~ για τσιγάρο.

[τουρκ. harman `χαρμάνιασμα από έλλειψη ναρκωτικών΄ -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go