Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαρέμι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαρέμι το [xarémi] Ο44 : 1α.το σύνολο των γυναικών ενός πολύγαμου μουσουλμάνου: Ο σεΐχης ταξιδεύει με το πολυάριθμο ~ του. β. (μτφ., ειρ.) για άντρα που συνδέεται συναισθηματικά με πολλές γυναίκες ταυτόχρο να ή που ζει σε οικογένεια με πολλές γυναίκες: Έχει ένα ολόκληρο ~ γύ ρω του να τον υπηρετεί. 2. χώρος όπου ζουν οι γυναίκες ενός μουσουλμάνου: Tα χαρέμια της Aνατολής.

[τουρκ. harem (< αραβ. haram) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go