Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαράσσω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαράσσω [xaráso] -ομαι Ρ2.2 : 1.(λόγ.) χαράζω (στις σημ. I1, 2, 3, 4α). 2. (μτφ.) δείχνω με το παράδειγμά μου ή καθορίζω την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί: H εξωτερική πολιτική χαράσσεται από την κυβέρνηση.

[λόγ. < αρχ. χαράσσω `χαράζω΄ σημδ. γαλλ. trâcer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go