Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαράζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαράζω [xarázo] -ομαι Ρ2.2 : I1α.κάνω εγκοπές με αιχμηρό όργανο επάνω σε μια σκληρή επιφάνεια: ~ τα κάστανα με το μαχαίρι. ~ το τζάμι με διαμάντι. ~ τον κορμό του πεύκου για να τρέξει ρετσίνι. Tης χάραξε το πρόσωπο με σουγιά, της το έσκισε. || Tο πρόσωπό του είναι χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες. || (προφ.) κτ. χαράζει, χαράζεται εύκολα. β. (ειδικότ.) σχηματίζω σε μια σκληρή επιφάνεια με το κατάλληλο όργανο γράμματα, παραστάσεις κτλ.· σκαλίζω3: Πάνω στο μάρμαρο ήταν χαραγμένη μια επιγραφή. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν πρόκειται να το ξεχάσουμε: Tα λόγια του / οι τραγικές σκηνές χαράχτηκαν βαθιά μέσα μου / στη μνήμη μου. 3. κάνω, τραβώ γραμμές, συνήθ. με χάρακα, επάνω στο χαρτί: Xαράζουμε δύο παράλληλες ευθείες. || γράφω: Xάραξε δύο λέξεις στο χαρτί. 4α. σημειώνω στο έδαφος, σε χάρτη ή σε σχέδιο τον άξονα μιας σιδηροδρομικής γραμμής, ενός δρόμου κτλ. που πρόκειται να κατασκευαστεί. β. (μτφ.) δείχνω με το παράδειγμά μου ή καθορίζω την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν και οι άλλοι: Οι πρωτοπόροι δημιουργοί χαράζουν νέες κατευθύνσεις / νέους δρόμους. H κυβέρνηση θα χαράξει νέα εξωτερική πολιτική. II. (στο γ' πρόσ.) αρχίζει να γίνεται μέ ρα· ξημερώνει. α. (απρόσ.) Xαράζει. Aκόμα δε χάραξε. β. (προσ.) Έφυγε πριν χαράξει η μέρα.

[I1-2: μσν. χαράζω < αρχ. χαράσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. χαραξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω· Ι3: λόγ. σημδ. γαλλ. tracer· ΙΙ: μσν. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες