Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαοτικός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαοτικός -ή -ό [xaotikós] Ε1 : συγκεχυμένος, χαώδης: H εικόνα που παρουσιάζει η διοίκηση του εργοστασίου είναι χαοτική.

[λόγ. < γαλλ. chaotique < chao(s) = χάο(ς) -tique = -τικός (το -t- αναλ. προς ζευγάρια όπως αρχ. ἔρως - ἐρωτικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες