Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χανούμισσα η [xanúmisa] Ο27 : κυρία, στην οθωμανική Tουρκία.
χανουμάκι το YΠΟKΟΡ νεαρή Tουρκάλα. [χανούμ (< τουρκ. hanιm) -ισσα κατά το αρχόντισσα· χανούμ -άκι]



