Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαμαιτυπείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμαιτυπείο το [xametipío] Ο39 : (λόγ.) πορνείο και με επέκταση, κακόφημο κέντρο.

[λόγ. < ελνστ. χαμαιτυπεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go