Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαμήλωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμήλωμα το [xamíloma] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαμηλώνω: α. Tο ~ του ταβανιού, κατέβασμα. Tο ~ του κεφαλιού, το σκύψιμο. β. Tο ~ της φωτιάς / της φωνής. ANT δυνάμωμα. Tο ~ των τιμών. ANT ύψωση. 2. (λαϊκότρ.) χαμηλή τοποθεσία. ANT ψήλωμα: Στα χαμηλώματα της Πίνδου.

[μσν. χαμήλωμα < χαμηλώ(νω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go