Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαμάμ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμάμ το [xamám] Ο (άκλ.) : 1.δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου: Kάθε Σάββατο πήγαιναν στο ~. || (επέκτ.) το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ΄ αυτά και που συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο: Πήγε για ~. 2. (μτφ.) κάθε κλειστός και υπερβολικά ζεστός χώρος: Σβήσε τη σόμπα, γιατί το δωμάτιο έγινε ~.

[τουρκ. hamam (από τα αραβ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go