Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαμάμ το [xamám] Ο (άκλ.) : 1.δημόσια θερμά λουτρά ανατολίτικου τύπου: Kάθε Σάββατο πήγαιναν στο ~. || (επέκτ.) το πλύσιμο του σώματος που γίνεται σ΄ αυτά και που συνοδεύεται από δυνατό τρίψιμο: Πήγε για ~. 2. (μτφ.) κάθε κλειστός και υπερβολικά ζεστός χώρος: Σβήσε τη σόμπα, γιατί το δωμάτιο έγινε ~.
[τουρκ. hamam (από τα αραβ.)]