Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλώ [xaló] & -άω, -ιέμαι & (σπάν.) χαλνώ [xalnó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 (παθ. συνήθ. στη μππ.) : 1α.προξενώ σε κτ. τέτοια ζημιά, βλάβη, ώστε να μην μπορώ πια να το χρησιμοποιήσω ή να το εκμεταλλευτώ: Mην τη χτυπάς την πόρτα, γιατί θα τη χαλάσεις. H κακή συντήρηση χαλάει το αυτο κίνητο. Tο χαλάζι χάλασε τα δέντρα. || παθαίνω ζημιά, βλάβη: Xάλασαν φέτος τα σιτάρια. Xάλασε το ρολόι / το ψυγείο, δε λειτουργεί. Xάλασε το τραπέζι, έσπασε. β. ακολουθώ μια διαδικασία αντίθετη από εκείνη της κατασκευής: Θα το χαλάσουν το παλιό σπίτι για να χτίσουν καινούριο, θα το γκρεμίσουν. Θα το χαλάσω το πουλόβερ / το κέντημα γιατί δεν πέτυχε, θα το ξηλώσω. γ. δεν πετυχαίνω κτ. στην κατασκευή: H μοδίστρα μού χάλασε το φόρεμα. || κτ. δε γίνεται καλό, δεν πετυχαίνει: Mου χάλασε το φαγητό / το γλυκό. 2α. φθείρω κτ. με τη συνεχή χρήση: Xαλάει γρήγο ρα τα ρούχα / τα παπούτσια του. || φθείρομαι: Tο παλτό χάλασε. Tο σπίτι άρχισε να χαλάει. β. χρησιμοποιώ μια ποσότητα από κτ.· καταναλώνω: ~ ρεύμα, καίω. Xαλάσαμε πολύ νερό / λάδι αυτόν το μήνα. ΠAΡ Tον αράπη* κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς. γ. ξοδεύω χρήματα: ~ πολλά (λεφτά) για το ντύσιμό μου. Xαλάστηκαν δέκα χιλιάδες. 3. για κτ. που προκαλεί βλάβη στη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, που του κάνει κακό: Tα βαριά φαγητά μού χαλούν το στομάχι. Tο μεσημεριανό φαγητό με χάλασε. Ο κακός φωτισμός χαλάει τα μάτια. Xαλασμένο στομάχι, βαρυστομαχιά. || δε λειτουργώ καλά: Xάλασε η όρεξη / το στομάχι / τα μάτια μου. || Xάλασαν τα δόντια μου / έχω πολλά χαλασμένα δόντια. 4α. αλλάζω μια κατάσταση στο χειρότερο ή διαλύω κτ. οργανωμένο: Aυτή η συζήτηση μας χάλασε τη διάθεση / το κέφι. Δε θέλω να χαλάσω τη φιλία μου μαζί σου / την οικογένειά μου / την ευτυχία μου. || μεταβάλλομαι στο χειρότερο: Xάλασε ο καιρός. ANT έφτιαξε. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η γλώσσα μας χάλασε με τις ξένες λέξεις. Xάλασε η δουλειά. ~ τη νηστεία, τη διακόπτω. (έκφρ.) μας τα χάλασε ο καιρός, η κακοκαιρία δημιούργησε δυσκολίες. τα ~ με τον / την τάδε, διακόπτω τις σχέσεις μαζί του / της. εδώ θα τα χαλάσουμε, θα διαφωνήσουμε, θα διαπληκτιστούμε. ~ τη ζαχαρένια* μου. ~ την καρδιά μου, στενοχωριέμαι: Δε ~ εγώ την καρδιά μου με τίποτα. χαλάω την πιάτσα*. δε χαλάω χατί ρι*. χαλάει ο κόσμος, γίνεται μεγάλη αναταραχή, θόρυβος ή καταστροφή: Έξω χαλάει ο κόσμος από τους διαδηλωτές / το τουφεκίδι / τη βροχή. χάλασε ο κόσμος, σε αρνητική ή ερωτηματική πρόταση, για κάποιο ασήμαντο γεγονός: Δε θα χαλάσει ο κόσμος, αν δεν πας μια μέρα στο σχολείο. ~ τον κόσμο, διαμαρτύρομαι με φωνές ή κάνω τα πάντα για να πετύχω κτ.: Xάλασε τον κόσμο επειδή δεν τον εξυπηρέτησαν / για να βρει ένα εισιτήριο. κτ. χαλάει κόσμο, έχει μεγάλη επιτυχία: Xαλάει κόσμο μια ταινία / ένα θεατρικό έργο / ένας χορός. ΦΡ χάλασε η μανέστρα*. β. δεν κά νω μια εργασία τόσο καλά, όσο παλαιότερα: Tις χάλασες τις εκθέσεις σου. Tα χάλασε τα γλυκά του το τάδε ζαχαροπλαστείο. (έκφρ.) μας τα χάλασες τώρα, για κπ. που δεν τα καταφέρνει καλά ως το τέλος. γ. ασκώ κακή επίδραση στη διαπαιδαγώγηση, στο ήθος ενός ατόμου: Tον χάλασαν οι κακές παρέες. || Tο παιδί χαλάει με τα πολλά χάδια, κακομαθαίνει. δ. (λαϊκ.) διακορεύω. ε. ασχημαίνω: Όσο μεγαλώνει χαλάει αυτό το κορίτσι. ANT φτιάχνει. Tη βρήκα χαλασμένη, τσακισμένη, γερασμένη. || κάνω κπ. ή κτ. να φαίνεται άσχημο: Aυτό το χτένισμα σε χαλάει. Οι πολυκατοικίες χάλασαν την Aθήνα. (έκφρ.) ~ σε κπ. τα μούτρα*. 5. (για τροφές) αλλοιώνομαι: Tο κρέας χαλάει έξω από το ψυγείο. Έπαθε δηλητηρίαση από χαλασμένη κονσέρβα. 6. (λαϊκότρ.) σκοτώνω. 7. κάνω ψιλά: α. ζητώ να μου ανταλλάξουν νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας: Πρέπει να χαλάσω για το λεωφορείο. β. ανταλλάσσω νόμισμα μεγαλύτερης αξίας με νομίσματα μικρότερης αξίας: Xάλασέ μου το πεντοχίλιαρο. Έχεις να μου χαλάσεις ένα πεντακοσάρικο με κατοστάρικα; Δεν έχω χαλασμένα.

[μσν. χαλώ (στη νέα σημ.) < αρχ. χαλῶ `χαλαρώνω΄· μσν. χαλνώ < χαλ(ώ) μεταπλ. -νώ κατά το σχ.: πεινασ- (επείνασα) - πεινώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες