Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαλκιάς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλκιάς ο [xalkás] Ο1 : (λαϊκότρ.) αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς.

[μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go