Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλκείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλκείο το [xalkío] Ο39 : για να δηλώσουμε το κέντρο οργάνωσης ή υπηρεσίας όπου επινοούνται ψεύτικες πληροφορίες ή όπου οργανώνονται σκευωρίες: ~ συκοφαντιών / ραδιουργιών.

[λόγ. < αρχ. χαλκεῖον `χαλκουργείο΄, κατά τη σημ. του χαλκεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες