Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χαλικόστρωτος -η -ο [xalikóstrotos] Ε5 : για κτ. που το έχουν στρώσει με χαλίκια· χαλικοστρωμένος: Xαλικόστρωτη πλατεία. Xαλικόστρωτο πεζοδρόμιο.
[λόγ. χαλικοστρω- (δες χαλικοστρώνω) -τος]