Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαλαρότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαρότητα η [xalarótita] Ο28 : η κατάσταση εκείνου που είναι χαλαρός: Yπάρχει μια ~ στο ρυθμό δουλειάς / στην πειθαρχία.

[λόγ. < αρχ. χαλαρότης, αιτ. -ητα (κυριολ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go