Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χαλαρωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαλαρωτικός -ή -ό [xalarotikós] Ε1 : που συντελεί στη χαλάρωση.

[λόγ. χαλαρω- (δες χαλαρώνω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go