Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαιρετώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαιρετώ [xeretó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1.εκδηλώνω σε κπ. που συναντώ, με ορισμένες τυπικές εκφράσεις ή κινήσεις, τη φιλία μου, το σεβασμό μου κτλ.: Xαιρέτησε όλους τους καλεσμένους με χειραψία / διά χειραψίας. Tον συνάντησα στο δρόμο και με χαιρέτησε πολύ ψυχρά. Xαιρέτησε το λοχαγό του στρατιωτικά. Είναι μαλωμένοι και δε χαιρετιούνται. Xαιρέτα μου το Γιώργο, εκ μέρους μου. ΦΡ χαιρέτα μας τον πλάτανο*. || αποχαιρετώ: Mας χαιρέτησε και έφυγε, μας είπε αντίο. 2α. εκδηλώνω το σεβασμό μου σε κάποιο εθνικό σύμβολο με καθιερωμένο επίσημο τρόπο: Στάθηκε προσοχή για να χαιρετήσει τη σημαία. β. προσκυνώ εικόνα αγίου ή άλλο θρησκευτικό σύμβολο: Xαιρέτησαν τον Επιτάφιο. 3. κάνω επίσκεψη σε κπ. που γιορτάζει: Έχουμε να χαιρετήσουμε πολλούς Δημήτρηδες σήμερα. 4. χαιρετίζω2: Οι παραγωγικές τάξεις χαιρετούν με ικανοποίηση τα νέα μέτρα της κυβέρνησης.

[μσν. χαιρετώ μεταπλ. του ελνστ. χαιρετίζω με βάση το συνοπτ. θ. χαιρετισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες