Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαζογελώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαζογελώ [xazojeló] & -άω Ρ10.4α : (οικ.) γελώ σαν χαζός, χωρίς λόγο.

[χαζο- + γελώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες