Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χέστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χέστρα η [xéstra] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) εξάρτημα του χώρου της τουαλέτας προσαρμοσμένο μόνιμα στο έδαφος, που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών του ανθρώπου· λεκάνη.

[χεσ- (χέζω) -τρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες