Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χέστης ο [xéstis] Ο11 θηλ. χέστρα [xéstra] Ο25α : (προφ., οικ.) 1. αυτός που πάει συχνά για αφόδευση. 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ δειλός· χεζάς.
[χεσ- (χέζω) -της· χέσ(της) -τρα]