Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάχας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάχας ο [xáxas] Ο3 (χωρίς γεν. πληθ.) : άνθρωπος που γελάει χωρίς λόγο, ανόητα. || (επέκτ.) βλάκας.

[< χα χα (ηχομιμ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go