Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χάχανο το [xáxano] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) δυνατό γέλιο, συνήθ. χωρίς να υπάρχει κάποιος λόγος: Mέσα από την ταβέρνα ακούγονταν γέλια και χάχανα.
[μσν. χάχανον < χα χα (ηχομιμ.)]



