Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάση η [xási] Ο30α : η ελάττωση του φωτεινού δίσκου της σελήνης, όταν βρίσκεται στην τελευταία φάση της. ANT γέμιση2: Στη ~ του φεγγαριού. Tο φεγγάρι είναι στη ~ του. ΦΡ στη ~ και στη φέξη, σε πολύ αραιά διαστήματα: Έρχεται και μας βλέπει στη ~ και στη φέξη· ΣYN έκφρ. αραιά και πού.

[χα- (χάνω) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go