Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάραγμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάραγμα το [xáraγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαράζω: Tο ~ μιας επιγραφής στο μάρμαρο. Διαβάσαμε τα χαράγματα των επισκεπτών επάνω στις κολόνες των ναών.

[λόγ. < αρχ. χάραγμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαραγματιά η [xaraγmatxá] Ο24 : το σημάδι που μένει, όταν χαράξουμε μια επιφάνεια· χαρακιά, χαραματιά2.

[λόγ. επίδρ. στο χαραματιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go