Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάπι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπι το [xápi] Ο44 : φάρμακο σε στερεά μορφή και σε σφαιρικό σχήμα, για να καταπίνεται εύκολα: Παίρνει ηρεμιστικά / υπνωτικά / αντισυλληπτικά χάπια. Xάπια για την καρδιά / για το στομάχι. || το ~, αντισυλληπτικό χάπι. || (επέκτ.) δισκίο. ΦΡ χρυσώνω* το ~. χαπάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. hap (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπι εντ το [xápi énd] Ο (άκλ.) : ευχάριστο τέλος σε μια υπόθεση, σε μια περιπέτεια, κυρίως σε έργα κινηματογραφικά, θεατρικά ή λογοτεχνικά: Οι αισθηματικές ταινίες έχουν συνήθως ~, για να αρέσουν στον κόσμο.

[λόγ. < αγγλ. happy ending `χαρούμενο τέλειωμα΄ (κατά το end `τέλος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες