Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάπατο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάπατο το [xápato] Ο41 : (λαϊκ.) κορόιδο: ~ είναι αυτός!

[ίσως τουρκ. *hapat -ο < kapat `αποκτώ με τέχνασμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες