Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάμπουργκερ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάμπουργκερ το [xámburger] Ο (άκλ.) : μπιφτέκι από βοδινό κιμά, που το κάνουν σάντουιτς.

[λόγ. < αγγλ. hamburger < τοπων. Hamburg `Aμβούργο΄ (πόλη της Γερμανίας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χαμπουργκεράδικο το [xamburgeráδiko] Ο41 : (προφ.) κατάστημα που πουλάει χάμπουργκερ.

[χάμπουργκερ -άδικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go