Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάλκινος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάλκινος -η -ο [xálkinos] Ε5 : για κτ. που το έχουν κατασκευάσει από χαλκό: Xάλκινα όπλα / νομίσματα / σκεύη. || (ως ουσ.) τα χάλκινα, χάλκινα πνευστά μουσικά όργανα.

[λόγ. < ελνστ. χάλκινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go