Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χάζεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χάζεμα το [xázema] Ο49 : η ενέργεια του χαζεύω: Mου αρέσει το ~ στις βιτρίνες. Mε το ~ πέρασε η ώρα.

[χαζεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go